- μπαξές
- οπληθ. -έδες (λ. τουρκ.), κήπος, περιβόλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαξές — και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο 1. κήπος, περιβόλι 2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος β) «απ όλα έχει ο μπαξές» υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce] … Dictionary of Greek
μπαχτσές — ο (Μ μπαχτσές) βλ. μπαξές … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κήπος — ο 1. περιβόλι, μπαξές: Έχει ωραίο κήπο. 2. «ζωολογικός κήπος», ο κήπος που περιλαμβάνει ειδικές εγκαταστάσεις για άγρια ή σπάνια ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)